- οἰκτρόν
- οἰκτρόςpitiablemasc acc sgοἰκτρόςpitiableneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CENOTAPHIUM — Graece κενοτάφιον, Papinio Statio vacuum sepulchrum est, Theb. l. 12. v. 160. Quin fugitis, dum tuta via est, Lernamque reversae Nomina (quod superest) vacuis datus orba sepulchris, Absentesque animas ad inania busta vocatis. Ubi Vetus… … Hofmann J. Lexicon universale
όμαδος — ὅμαδος, ὁ (Α) 1. θόρυβος, βοή που προκαλείται από μεγάλο πλήθος ανθρώπων οι οποίοι έχουν συγκεντρωθεί σε έναν χώρο και μιλούν όλοι μαζί, σε αντιδιαστολή με τον ήχο που παράγεται από το βάδισμα ατόμων, οχλαγωγία 2. εύθυμο άσμα που ψάλλεται από… … Dictionary of Greek